- καλοξετάζω
- εξετάζω κάτι με προσοχή, ερευνώ επισταμένως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοξετάζω — βλ. καλοεξετάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοεξετάζω — και καλοξετάζω καλοεξέτασα και καλοξέτασα, καλοεξετάστηκα και καλοξετάστηκα, καλοεξετασμένος και καλοξετασμένος, εξετάζω καλά: Δεν καλοεξέτασα την υπόθεση αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)